- εμβρυοθλάστης
- ο (Α ἐμβρυοθλάστης)ο εμβρυοτόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμβρυοθλάστης — instrument to extract a foetus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρυοθλάστην — ἐμβρυοθλάστης instrument to extract a foetus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρυοθλάστῃ — ἐμβρυοθλάστης instrument to extract a foetus masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάστης — θλάστης, ὁ (Α) [θλω] 1. αυτός που συντρίβει 2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης … Dictionary of Greek